Ο τελευταίος επιζών της βαθύτερης επιτυχημένης θαλάσσιας διάσωσης στην ιστορία φοβάται για την τύχη των πέντε επιβατών του μικρού βαθυσκάφους που εξαφανίστηκε ενώ επισκέπτονταν το ναυάγιο του Τιτανικού, το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Το 1973 ο Ρότζερ Μάλινσον διασώθηκε μαζί με τον συνεργάτη του ενώ έκαναν κατάδυση, αφότου πέρασαν 84 ώρες παγιδευμένοι σε βάθος 1.575 μέτρων κάτω από το νερό, στα ανοικτά των ακτών της Ιρλανδίας σε ένα υποβρύχιο πλάτους 2,5 μέτρων. Ο Μάλινσον δήλωσε στην αμερικανική εφημερίδα New York Post, ότι το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία επικοινωνία από το αγνοούμενο σκάφος είναι δυσοίωνο σημάδι.
«Αυτό είναι φρικτό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έχουν εκπέμψει κάποιο σήμα», δήλωσε ο 85χρονος στο Sky News.
«Έχω ένα φρικτό συναίσθημα ότι μπορεί να συνέβη κάτι σοβαρό», πρόσθεσε.
Τα σχόλιά του έρχονται την ώρα που η αμερικανική και η καναδική ακτοφυλακή αγωνίζονται να διασώσουν τους επιβάτες του βαθυσκάφους «Titan» της OceanGate Expeditions, το οποίο βρίσκεται σε βάθος 12.000 ποδιών στον πυθμένα της θάλασσας στα ανοικτά των ακτών του Νιουφάουντλαντ.
Οι αξιωματούχοι δήλωσαν χθες (20/6) ότι το πλήρωμα – αν είναι ακόμη ζωντανό- έχει περίπου 40 ώρες οξυγόνου.
Πριν πενήντα χρόνια, ο Μάλινσον και ο Ρότζερ Τσάπμαν – 35 και 28 ετών τότε –τοποθετούσαν ένα υπερατλαντικό τηλεφωνικό καλώδιο 150 μίλια ανοικτά των ακτών του Κορκ στην Ιρλανδία, σε ένα μικρό υποβρύχιο με το όνομα «Pisces III». Ξαφνικά η καταπακτή του μηχανοστασίου άνοιξε κατά λάθος από το πλοίο επιφανείας στο οποίο ήταν προσδεδεμένοι. Πάνω από ένας τόνος νερού άρχισε να εισρέει στο αυτόνομο πίσω μέρος του υποβρυχίου και αφού οι δυο άντρες κρέμονταν από το πλοίο επιφανείας για λίγα λεπτά, το σχοινί πρόσδεσής τους έσπασε και έπεσαν στον πυθμένα της θάλασσας με ταχύτητα περίπου 40 μίλια/ώρα.
«Ήταν πολύ τρομακτικό – σαν ένα καταδυτικό βομβαρδιστικό stuka με τους κινητήρες που ούρλιαζαν και τους μετρητές πίεσης να περιστρέφονται», είχε δηλώσει στο BBC το 2013.
«Πέρασαν περίπου 30 δευτερόλεπτα μέχρι να φτάσουμε στον πυθμένα. Απενεργοποιήσαμε τον μετρητή βάθους στα 500 πόδια, καθώς θα μπορούσε να σκάσει, πήραμε μαξιλάρια και κουλουριαστήκαμε για να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τραυματισμούς. Καταφέραμε να βρούμε ένα λευκό πανί για να βάλουμε στο στόμα μας ώστε να μην δαγκώσουμε τη γλώσσα μας».
Οι δυο άνδρες κατάφεραν να επικοινωνήσουν και να ενημερώσουν ότι επέζησαν από την πρόσκρουση αλλά ότι τα αποθέματα οξυγόνου μειώνονται λεπτό προς λεπτό. Για να μειώσουν τη χρήση οξυγόνου σταμάτησαν να μιλούν και προσπάθησαν να μείνουν όσο πιο ακίνητοι μπορούσαν, ενώ απέφυγαν να φάνε το μοναδικό σάντουιτς και να πιουν τη λεμονάδα που είχαν μαζί τους.
«Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, απλώς πιάναμε ο ένας το χέρι του άλλου και το σφίγγαμε για να δείξουμε ότι είμαστε καλά», δήλωσε ο Μάλινσον στο BBC.
Στην επιφάνεια, τα συνεργεία διάσωσης αντιμετώπισαν μια σειρά από τεχνικά προβλήματα. Τρία υποβρύχια μεταφέρθηκαν για να βοηθήσουν, αλλά τα δύο τέθηκαν εκτός λειτουργίας μετά από ηλεκτρικές βλάβες. Τρεις ημέρες μετά το ατύχημα, το εναπομείναν υποβρύχιο διάσωσης μπόρεσε να συνδέσει έναν ειδικά σχεδιασμένο γάντζο και ένα σχοινί ρυμούλκησης στο Pisces III και να το ανεβάσει στην επιφάνεια. Μόλις έφτασε εκεί, χρειάστηκαν άλλα 30 λεπτά για να ανοίξει η καταπακτή της καμπίνας.
«Είχαμε 72 ώρες ζωής όταν ξεκινήσαμε την κατάδυση και έτσι καταφέραμε να κερδίσουμε άλλες 12,5 ώρες. Όταν κοιτάξαμε στη φιάλη, μας είχαν απομείνει 12 λεπτά οξυγόνου», είχε δηλώσει ο Τσάπμαν- ο οποίος έχει πεθάνει- στο BBC.
Ο Μάλινσον δήλωσε στο Sky News ότι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της επιβίωσής τους ήταν η ικανότητα του ίδιου και του συνεργάτη του να φροντίζουν ο ένας τον άλλον καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας.
«Φροντίζαμε ο ένας τον άλλον και νομίζω ότι αυτό ήταν ένα σημαντικό σωτήριο στοιχείο», είπε.
ΠΗΓΗ: NY Post, ertnews.gr